- καταπράυνση
- η (Α καταπράϋνσις) [καταπραΰνω]καθησύχαση, ανακούφιση, κατευνασμός, γαλήνευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπράυνση — η καθησύχαση, ανακούφιση: Η ασπιρίνη φέρνει καταπράυνση στον πόνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίαμα — το (ΑΜ ἴαμα, Α ιων. τ. ἴημα) μέσο θεραπείας, φάρμακο μσν. αρχ. θεραπεία αρχ. καταπράυνση, κατευνασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, ώμαι + κατάλ. μα (πρβλ. θρύλη μα, ποίη μα)] … Dictionary of Greek
ανακούφιση — η (Α ἀνακούφισις) [ἀνακουφίζω] 1. ελάφρυνση από βάρος, αλάφρωμα 2. απαλλαγή από σωματικά ή ψυχικά βάρη και πόνους, απόκτηση ή αποκατάσταση τής ηρεμίας, ξαλάφρωμα νεοελλ. 1. βοήθεια, ενίσχυση, συνδρομή 2. καταπράυνση, παρηγοριά 3. αποπάτηση … Dictionary of Greek
απάλυνση — η 1. μαλάκωμα 2. μτφ. καταπράυνση … Dictionary of Greek
αποπλήρωση — η (Μ ἀποπλήρωση, Α ἀποπλήρωσις) καταπράυνση, ικανοποίηση αρχ. εκπλήρωση … Dictionary of Greek
γαλήνεμα — το [γαληνεύω] 1. η κατάσταση τής θάλασσας όταν γαληνεύει, όταν ηρεμεί και πάλι μετά τη θαλασσοταραχή 2. καταπράυνση, καθησύχαση … Dictionary of Greek
γαληνισμός — (I) ο το ιατρικό σύστημα τού Γαληνού, το οποίο βασίζεται στη θεωρία τών τεσσάρων χυμών, τών τριών βασικών ποιοτήτων και τών τριών πνευμάτων. (II) γαληνισμός, ο (Α) [γαληνίζω] η καταπράυνση, η καθησύχαση … Dictionary of Greek
γλύκασμα — το (AM γλύκασμα) [γλυκάζω] 1. γλυκύτητα 2. γλυκό κρασί νεοελλ. 1. καταπράυνση 2. (για τον καιρό) βελτίωση 3. τα γλυκάσματα πολτώδη φαρμακευτικά παρασκευάσματα από φυτά … Dictionary of Greek
διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… … Dictionary of Greek
εκμείλιξις — ἐκμείλιξις, η (Μ) καταπράυνση, ηρεμία … Dictionary of Greek